αγάλι

αγάλι
αγάλι και αγάλια επίρρ. τροπ., σιγά σιγά, με τον καιρό: Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγάλι — και αγάλια και αγαληνά και αγαλιανά επίρρ. 1. σιγά, ήρεμα (λέγεται συνήθως επαναληπτικά «αγάλι αγάλι», για επίταση τής σημασίας του) 2. βαθμιαία, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Στ. Ξανθουδίδη: γαληνά (γαληνός) > αγαληνά > αγάληνα > αγάλην… …   Dictionary of Greek

  • αγαλι(α)νός — ή, ό σιγανός, αργοκίνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγουρίδα — η το άγουρο σταφύλι: Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαληνά — και αγαλιανά επίρρ. αγάλι* …   Dictionary of Greek

  • αγαλιανός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπιλίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • νεροσυρμή — η φυσικό χαντάκι σε κατήφορο, απ όπου τρέχουν τα βρόχινα νερά: Κι όπου το βγάζει, η αγνή νεροσυρμή που ρέει αγάλι, σε δεντρόκηπους μέσα και βραγιές (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”